Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πάλαι ἤδη

См. также в других словарях:

  • ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από …   Dictionary of Greek

  • πάλαι — (ΑΜ πάλαι) επιρρ. 1. προ πολλού, κατά τον παλαιό καιρό («μέμνημαι τόδε ἔργον ἐγὼ πάλαι, οὔ τι νέον γε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «πάλαι ποτέ» μια φορά κι έναν καιρό, κάποτε («πάλαι ποτ ἧσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι», Αριστοφ.) αρχ. 1. μόλις προ ολίγου, μόλις τώρα …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՂ — ( ) NBH 2 0771 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 14c մ. πάλαι antiquitus, ante, jam, olim θᾶττον cito. (լծ. եւ յն. բա՛լէ. ար. պալատէ. թ. էվվէլ.) Կանխաւ. արդէն. յառաջ. ʼի բազում ժամանակաց հետէ. եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ABANNATIO — ἀπενιαυτισμός Graecis, annuum denotat exilium, quodindici olim apud Graecos, illis solebat, qui involuntariam caedem commisissent, Budaeus in Annotat. l. aut facta. 16. §. eventus, ff. de poen. vide Calvin. Lexic.Iurid. Sicariorum enim ἐκ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NINOS — urbs Asshriorum, quam condidit Ninus, Semiramidis maritus, in Assyria, Steph. Lucan. l. 3. v. 215. Et felix, sic fama Ninos. Πάλαι ποτὲ μεγάλη, καὶ εὐδαίμων teste Arrianô. Lucian. in Charonte: Ἡ Νίνος μὲν, ὦ πορθμεῦ, ἀπόλωλεν ἤδη καὶ οὐδὲ ἴχνος… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επεγείρω — ἐπεγείρω (Α) [εγείρω] 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ («μηδ εὕδοντ ἐπέγειρε», Θέογν.) 2. ξεσηκώνω, διεγείρω («τὸ πάλαι κείμενον ἤδη κακόν... ἐπεγείρειν», Σοφ.) 3. ανορθώνω, σηκώνω επάνω 4. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με παθ. σημ.) επεγρηγορώς ξύπνιος,… …   Dictionary of Greek

  • νυν — (ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.) 1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.) 2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α.… …   Dictionary of Greek

  • οψίγονος — η, ο (Α ὀψίγονος και ὀψάγονος, ον) (για δόντι) αυτός που φύεται σε προχωρημένη ηλικία, ο φρονιμήτης αρχ. 1. ο γεννημένος μετέπειτα, ο μεταγενέστερος 2. παιδί που γεννήθηκε όταν ο πατέρας του ήταν ήδη σε γεροντική ηλικία 3. νεώτερος («οὺ δὲ παρ… …   Dictionary of Greek

  • πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՂՈՒ — ( ) NBH 2 0773 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 11c մ. ՎԱՂՈՒ ԵՒՍ. Ի ՎԱՂՈՒՍՏ. ՎԱՂ ՈՒՐԵՄՆ. ՎԱՂՈՒՑ. կամ Ի ՎԱՂՈՒՑ. ԸՆԴ ՎԱՂՈՒՑ. ՎԱՂՈՒՑ ՀԵՏԷ. Ի ՎԱՂՈՒՑ ՀԵՏԷ. πάλαι, ἑκ παλαίου, ἥδη, ὄδη olim, ab antiquo, jam, jamimde. Վաղ. ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»